- σφυρηλασία
- η, ΝΑ [σφυρηλατῶ]κατεργασία μετάλλων με σφύρανεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) σφυροκόπημα2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφυρηλασία — η βλ. σφυρηλάτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… … Dictionary of Greek
έλαση — η (AM ἔλασις) νεοελλ. 1. η έλξη οχήματος από ζώο 2. σφυρηλασία μετάλλων 3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ. || αρχ. μσν. αρπαγή, απαγωγή ως λεία αρχ. 1. απέλαση, εκδίωξη, εξορία 2. πορεία στρατού,… … Dictionary of Greek
αιρηλασία — η κατεργασία τού σιδήρου με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιρηλάτης, νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ελάσιμος — η, ο (για μέταλλα) αυτός που επιδέχεται σφυρηλασία, που μπορεί κανείς να τον διαπλατύνει με σφυρηλάτηση, ελατός … Dictionary of Greek
κόλληση — η (AM κόλλησις) [κολλώ] 1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση 2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση νεοελλ. 1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα 2. κράμα κασσιτέρου… … Dictionary of Greek
περίκαμψη — η / περίκαμψις, άμψεως, ΝΑ [περικάμπτω] 1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση 2. παράκαμψη 3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή νεοελλ. τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση … Dictionary of Greek
σιδηροθλάστης — ο, Ν η χαλύβδινη σφήνα τού αμονιού πάνω στην οποία λυγίζονται με σφυρηλασία τεμάχια από σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θλάστης (< θλώ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
συγχαλκεύω — ΜΑ (κυρίως το παθ.) συγχαλκεύομαι συγκολλούμαι με σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλκεύω «κατεργάζομαι τον χαλκό, σφυρηλατώ» (< χαλκός)] … Dictionary of Greek
συναπλώ — όω, ΜΑ απλοποιώ συγχρόνως αρχ. 1. μτφ. εκτείνω, αναπτύσσω κάτι συγχρόνως 2. παθ. συναπλούμαι, όομαι (για μέταλλο) απλώνομαι με σφυρηλασία … Dictionary of Greek